- λάρδιον
- λάρδιον και λαρδίον, τὸ (Μ)βλ. λαρδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρδί — το (Μ λαρδίον και λάρδιον) χοιρομέρι νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) μαλακό, κρεμώδες, λευκό λίπος με υφή βουτύρου, που περιέχεται στον υποδερμικό ιστό ορισμένων παχύδερμων τετραπόδων και ορισμένων κητωδών και που καταναλανώνεται αλίπαστο ή καπνιστό.… … Dictionary of Greek
σύλαρδος — ον, Μ αυτός που έχει στη σύσταση του λαρδί, χοιρινό λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λαρδίον] … Dictionary of Greek